μακτήριον

μακτήριον
μακτήριον, τό,
A = μάκτρα, Plu.2.159d: pl. μακτήρια, prob. = food, Call.Fr.7.32 P., cf. Sch.
II μ.· ἱλαστήριον, κάλυμμα, ἱερὸν κρύφιον, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακτήριον — food neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακτηρίοις — μακτήριον food neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακτήρια — μακτήριον food neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακτήριος — μακτήριος, ία, ον (Α) [μακτήρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύμωμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακτήριον α) σκάφη ζυμώματος, μάκτρα β) μάκτρο, προσόψιο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μακτήρια πιθ. τροφή, τρόφιμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «μακτήριον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”